επιληπτος

επιληπτος
    ἐπίληπτος
    ἐπί-ληπτος
    ион. ἐπίλαμπτος 2
    1) схваченный, пойманный, тж. застигнутый на месте преступления Her.
    

πῶς ἐ. ᾑρέθη ; Soph. — как оказалась застигнутой (Антигона при погребении брата)?

    2) заслуживающий порицания, виновный Dem.
    3) страдающий эпилепсией, подверженный эпилептическим припадкам Dem., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιληπτος" в других словарях:

  • επίληπτος — ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, ον (Α) [επιλαμβάνω] 1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.) 2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος 3. ανίκανος, ανίσχυρος 4. αυτός που πάσχει από επιληψία …   Dictionary of Greek

  • ἐπίληπτος — caught masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτότερον — ἐπίληπτος caught adverbial comp (ionic) ἐπίληπτος caught masc acc comp sg (ionic) ἐπίληπτος caught neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπίληπτος — ἐπίληπτος , ἐπίληπτος caught masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτως — ἐπίληπτος caught adverbial (ionic) ἐπίληπτος caught masc/fem acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίληπτον — ἐπίληπτος caught masc/fem acc sg (ionic) ἐπίληπτος caught neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτοις — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτου — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτους — ἐπίληπτος caught masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτων — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτῳ — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»